μαιάνδριος

μαιάνδριος
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Σάμου (6ος αι. π.Χ.). Αρχικά, ο Μ. ήταν γραμματέας του τυράννου του νησιού, Πολυκράτη. Όταν κάποτε ο Πολυκράτης ταξίδεψε στη Μαγνησία, ο Μ. τον αντικατέστησε και ίδρυσε μάλιστα στη Σάμο ιερό του Ελευθερίου Διός. Επειδή ο σατράπης της Μαγνησίας Όροιτος συνέλαβε και σταύρωσε τον Πολυκράτη, ο Μ. υποσχέθηκε στους Σάμιους να καταργήσει την τυραννία, με τον όρο ότι θα έπαιρνε έξι τάλαντα από την περιουσία του Πολυκράτη και θα αναγνωριζόταν κληρονομικά στο γένος του το δικαίωμα της ιερατείας στο ιερό που είχε ιδρύσει. Ένας πολίτης όμως, ο Τελέσαρχος, πρότεινε να λογοδοτήσει πρώτα ο Μ. για τα χρήματα που διαχειριζόταν και μετά να ληφθεί απόφαση. Ο Μ. αντιδρώντας τότε έγινε τύραννος της Σάμου. Λίγο αργότερα έφτασε στη Σάμο περσικός στρατός, με επικεφαλής τον Ότανο, τον οποίο έστειλε ο Δαρείος να ορίσει τύραννο του νησιού τον Συλοσώντα, αδελφό του Πολυκράτη. Ο Μ. ξεκίνησε τότε διαπραγματεύσεις, αλλά ο αδελφός του Χαρίλαος τέθηκε επικεφαλής Σάμιων μισθοφόρων και σκότωσε αρκετούς Πέρσες. Ο Μ. στο διάστημα αυτό, μπήκε σε ένα πλοίο και πήγε στη Λακεδαίμονα. Εκεί, προσπάθησε με διάφορα δώρα να πείσει τον βασιλιά Κλεομένη να τον ξαναφέρει στη Σάμο. Ο Κλεομένης όμως, κρίνοντας τον Μ. επικίνδυνο, τον υποχρέωσε να φύγει. 2. Μιλήσιος ιστορικός (3ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Μιλησιακά, ενώ ταυτίζεται από μερικούς με τον Λέανδρο ή Λεάνδριο.
* * *
-α, -ο (Α μαιάνδριος, -ία, -ον) [μαίανδρος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό Μαίανδρο
νεοελλ.
αυτός που έχει το σχήμα τού μαιάνδρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μαιάνδριος — winding masc nom sg Μαιάνδριος winding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιάνδριον — Μαιάνδριος winding masc acc sg Μαιάνδριος winding neut nom/voc/acc sg Μαιάνδριος winding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίοις — Μαιάνδριος winding masc/neut dat pl Μαιάνδριος winding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίου — Μαιάνδριος winding masc/neut gen sg Μαιάνδριος winding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίους — Μαιάνδριος winding masc acc pl Μαιάνδριος winding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίῳ — Μαιάνδριος winding masc/neut dat sg Μαιάνδριος winding masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίη — Μαιάνδριος winding fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίην — Μαιάνδριος winding fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιανδρίης — Μαιάνδριος winding fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МЕАНДРИЙ —    • Maeandrius,          Μαιάνδριος,        1. секретарь Поликрата Самосского, по убиении которого он завладел против желания граждан тираниею на острове Самосе, но спустя немного лет был поражен братом Поликрата Силосонтом, возвратившимся с… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”